- επιπλώνω
- μετ. меблировать, обставлять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιπλώνω — επιπλώνω, επίπλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιπλώνω — (I) εφοδιάζω με έπιπλα, βάζω σε δωμάτιο ή σε σπίτι τα απαραίτητα έπιπλα («επιπλωμένο σπίτι, δωμάτιο, γραφείο» κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο( ν). Η λ. επιπλώ, όω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις]. (II) ἐπιπλώνω (Μ) εκτείνω, απλώνω… … Dictionary of Greek
επιπλώνω — επίπλωσα, επιπλώθηκα, επιπλωμένος, μτβ., εφοδιάζω κατοικία ή γραφείο με τα αναγκαία έπιπλα: Δωμάτιο επιπλωμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μομπιλάρω — [μόμπιλο] επιπλώνω … Dictionary of Greek